ταξιδεύω

ταξιδεύω
ταξιδεύω, ταξίδεψα, ταξιδεμένος βλ. πίν. 17
——————
Σημειώσεις:
ταξιδεύω : η μτχ. ταξιδεμένος χρησιμοποιείται κυρίως με την έννοια αυτός που έχει κάνει πολλά ταξίδια.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ταξιδεύω — και παλ. γρφ. ταξειδεύω, ΝΜ [ταξίδι] νεοελλ. 1. μεταβαίνω από έναν τόπο σε άλλον, ιδίως μακρινό, χρησιμοποιώντας μέσο μεταφοράς («μού φαίνεται πως πάω και ταξιδεύω / στην ερμιά τού πελάγου», Σολωμ.) 2. περιηγούμαι, κάνω τουρισμό («ταξιδεύει στην… …   Dictionary of Greek

  • ταξιδεύω — ταξίδεψα, ταξιδεμένος, πάω σε μακρινό τόπο, κάνω ταξίδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πλείω, Α 1. (για σκάφος) κινούμαι στην επιφάνεια θάλασσας, λίμνης, ποταμού, ταξιδεύω (α. «το πλοίο έπλεε κανονικά όταν σημειώθηκε η έκρηξη» β. «Ἑλλήσποντον ἐπ ἰχθυόεντα πλεούσας νῆας ἐμάς», Ομ. Ιλ.) 2. ταξιδεύω, μετακινούμαι από …   Dictionary of Greek

  • είμι — εἶμι (Α) Ι. 1. έρχομαι («εἶμι δεῡρο», εἶμι εἴσω») 2. πηγαίνω (α. «εἶμι οἴκαδε» β. «πάλιν εἶμι» επιστρέφω, ξαναγυρίζω) 3. πορεύομαι («ὁδὸν εἶμι» ακολουθώ πορεία) 4. διέρχομαι, περνώ ανάμεσα («εἶμι τὸ μέσον τοῡ οὐρανοῡ») 5. κινούμαι, ταξιδεύω,… …   Dictionary of Greek

  • εμπορεύομαι — (AM ἐμπορεύομαι) 1. είμαι έμπορος, ασκώ το επάγγελμα τού εμπόρου («καί διά ταῡτα πλείους τε καὶ ἥδιον ἐμπορεύοιντο», Ξεν.) 2. εκμεταλλεύομαι για χρηματισμό (συνήθ. με κακή σημασία για εκμετάλλευση γυναικών) (α. «οἱ ἄνθρωποι οὗτοι... μεθ ἡμῶν… …   Dictionary of Greek

  • καλοταξιδεύω — 1. (για πλοία) ταξιδεύω με ευστάθεια, παρέχω στους επιβάτες μου άνετο ταξίδι, χωρίς κλυδωνισμούς 2. (για ανθρώπους) κάνω καλό ταξίδι, ταξιδεύω άνετα, ιδίως δεν παθαίνω ναυτία …   Dictionary of Greek

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

  • κατάστρωμα — το (AM κατάστρωμα) [καταστρώννυμι] 1. η ενέργεια και, κυρίως, το αποτέλεσμα τού καταστρώνω, μέρος τεχνητά επιστρωμένο 2. ναυτ. επίστρωμα οριζόντιο μικρής καμπυλότητας το οποίο καλύπτει το κοίλο τού σκάφους σε όλο το μήκος του με σκοπό να… …   Dictionary of Greek

  • περιοδοιπορώ — έω, Α οδοιπορώ, ταξιδεύω εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὁδοιπορῶ «ταξιδεύω»] …   Dictionary of Greek

  • συμπλέω — ΝΜΑ, και ιων. τ. συμπλώω Α [πλέω / πλώω] 1. ταξιδεύω με πλοίο που ακολουθεί την ίδια πορεία με άλλα 2. ταξιδεύω μαζί με άλλον στο ίδιο πλοίο 3. μτφ. συμφωνώ, ακολουθώ την ίδια πορεία με άλλον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”